μεῖνε

μεῖνε
μένω
stay
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • List of programs broadcast by Alpha TV — This is a history of the programming that has aired on Alpha TV (formerly Skai) from Greece: Serials * Tha Se Tho Sto Ploio Comedy * Kato apo tin Akropoli Drama * 10th Entoli (10η Εντολή) Crime drama * Erotas Me Epidotisi O.G.A. (Έρωτας με… …   Wikipedia

  • Noima — Studio album by Peggy Zina Released September 12, 2005 …   Wikipedia

  • Контопулос — Контопулос, Димитрис Димитрис Контопулос Δημήτρης Κοντόπουλος Димитрис Контопулос @ Studio Vox Основная информация …   Википедия

  • Antónis Rémos — (Diogenis Studio d Athènes, janvier 2011) Nom Antónis Paschalídis Naissance …   Wikipédia en Français

  • Контопулос, Димитрис — Димитрис Контопулос Δημήτρης Κοντόπουλος Димитрис Контопулос @ Studio Vox …   Википедия

  • ήσυχος — η, ο (AM ἥσυχος, ον) 1. ήρεμος, γαλήνιος, αδιατάρακτος («ήσυχη θάλασσα») 2. αυτός που δεν ταράσσεται από κανέναν εξωτερικό θόρυβο, αυτός στον οποίο επικρατεί ησυχία, αθόρυβος («ήσυχη κάμαρα») 3. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, απερίσπαστος …   Dictionary of Greek

  • κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… …   Dictionary of Greek

  • κόπος — ο (ΑM κόπος) 1. κάματος, κόπωση, κούραση («οὐδὲ τὰ γόνατα κόπος έλεῑ μου καματηρός», Αριστοφ.) 2. η καταβολή σωματικών δυνάμεων ή ψυχικών προσπαθειών, εργασία (α. «κάθε μέρα σκοτώνεται στη δουλειά και κανείς δεν λογαριάζει τον κόπο του» β. «μήπως …   Dictionary of Greek

  • μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… …   Dictionary of Greek

  • μεράκι — το 1. μεγάλη επιθυμία, πόθος, λαχτάρα («έχει μεράκι να πάει στην πατρίδα του») 2. λύπη, μελαγχολία για κάποια επιθυμία που δεν πραγματοποιήθηκε, καημός («τού μεινε μεράκι που δεν σπούδασε») 3. έντονη κλίση, πάθος («έχει μεράκι με τη δουλειά του») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”